- ἀνατλᾷς
- ἀνατλῆναιbear up againstpres subj act 2nd sgἀνατλῆναιbear up againstpres ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνατλάς — ἀνατλά̱ς , ἀνατλῆναι bear up against aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατλήναι — ἀνατλῆναι (Α) απρμφ. του ανέτλην (απαντούν επίσης οι τύποι ανατλάς, ανατλήσομαι, ανετλάμην) εγκαρτερώ, υποφέρω, υπομένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τλήναι, απρμφ. αορ. β’ έτλην τού ρ. τλώ («υποφέρω»), το οποίο δεν απαντά σε ενεστ. (παρά μόνο αργότερα… … Dictionary of Greek